λιβανίζω

λιβανίζω
(Α λιβανίζω) [λίβανος]
νεοελλ.
1. καίω λιβάνι, θυμιατίζω
2. μτφ. κολακεύω δουλικά κάποιον, εγκωμιάζω κάποιον ταπεινά
3. επαναλαμβάνω συνεχώς τα ίδια ενοχλώντας κάποιον
4. φρ. «λιβανίζω κάτι για πολύ καιρό» — καθυστερώ πολύ να κάνω κάτι
αρχ.
έχω οσμή λιβανιού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λιβανίζω — λιβανίζω, λιβάνισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λιβανίζω — λιβάνισα, λιβανίστηκα, λιβανισμένος 1. καίω λιβάνι, θυμιατίζω: Ο ιερέας λιβάνισε το ναό. 2. μτφ., κολακεύω με ευτελή τρόπο: Τον λιβάνιζε όλη μέρα για να του δανείσει χρήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιβανίζον — λιβανίζω smell like frankincense pres part act masc voc sg λιβανίζω smell like frankincense pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιβανίζουσι — λιβανίζω smell like frankincense pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) λιβανίζω smell like frankincense pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιβανιζούσης — λιβανίζω smell like frankincense pres part act fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιβανίζουσα — λιβανίζω smell like frankincense pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιβανίζουσαι — λιβανίζω smell like frankincense pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιβάνισμα — το [λιβανίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λιβανίζω, το θυμιάτισμα 2. μτφ. ταπεινή κολακεία 3. το να επαναλαμβάνει κάποιος συνεχώς και ενοχλητικά τις ίδιες λέξεις …   Dictionary of Greek

  • προλιβανωτίζω — Α λιβανίζω, θυμιάζω με λιβάνι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + λιβανωτίζω «λιβανίζω»] …   Dictionary of Greek

  • αλιβάνιστος — η, ο [λιβανίζω] 1. αυτός που δεν λιβανίστηκε, αθύμιαστος, αθυμιάτιστος 2. αυτός που δεν συχνάζει σε εκκλησίες, και κατ’ επέκταση άθρησκος 3. αυτός που δεν τόν κολάκευσαν, δεν τόν περιέβαλαν με δουλόφρονες ή χαμερπείς κολακείες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”